σπλήνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπλήνα οι σπλήνες
      γενική της σπλήνας των σπληνών
    αιτιατική τη σπλήνα τις σπλήνες
     κλητική σπλήνα σπλήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λαπαροσκόπηση ανθρώπινης σπλήνας

Ετυμολογία

σπλήνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπλῆνα (θηλυκό) (& σπλήνη) < αρχαία ελληνική σπλήν (αρσενικό), από την αιτιατική ενικού «τὸν σπλῆνα» με μεταπλασμό σε θηλυκό κατά το καρδιά [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spelgh- (σπλήνα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈspli.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπλήνα

Ουσιαστικό

σπλήνα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.