λεμφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεμφικός | η | λεμφική | το | λεμφικό |
| γενική | του | λεμφικού | της | λεμφικής | του | λεμφικού |
| αιτιατική | τον | λεμφικό | τη | λεμφική | το | λεμφικό |
| κλητική | λεμφικέ | λεμφική | λεμφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεμφικοί | οι | λεμφικές | τα | λεμφικά |
| γενική | των | λεμφικών | των | λεμφικών | των | λεμφικών |
| αιτιατική | τους | λεμφικούς | τις | λεμφικές | τα | λεμφικά |
| κλητική | λεμφικοί | λεμφικές | λεμφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /leɱ.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεμ‐φι‐κός
Συγγενικά
- λεμφατικός, λυμφατικός
- λεμφατισμός (ιατρική)
- λεμφο-
- → και δείτε τη λέξη λέμφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.