σπληνάντερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπληνάντερο τα σπληνάντερα
      γενική του σπληνάντερου των σπληνάντερων
    αιτιατική το σπληνάντερο τα σπληνάντερα
     κλητική σπληνάντερο σπληνάντερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπληνάντερο < σπλήνα + έντερο

Ουσιαστικό

σπληνάντερο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.