σπλήνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπλήνας οι σπλήνες
      γενική του σπλήνα
& σπληνός
των σπληνών
    αιτιατική τον σπλήνα τους σπλήνες
     κλητική σπλήνα σπλήνες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινος σπλήνας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈspli.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπλήνας

Ουσιαστικό

σπλήνας θηλυκό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σπλήνας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.