αττικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αττικός η αττική το αττικό
      γενική του αττικού της αττικής του αττικού
    αιτιατική τον αττικό την αττική το αττικό
     κλητική αττικέ αττική αττικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αττικοί οι αττικές τα αττικά
      γενική των αττικών των αττικών των αττικών
    αιτιατική τους αττικούς τις αττικές τα αττικά
     κλητική αττικοί αττικές αττικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αττικός < ἀττικός < Ἀττικός < Ἀττική

Επίθετο

αττικός

αττικός ουρανός, αττική γη, αττική διάλεκτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.