γυμνοσοφιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνοσοφιστής οι γυμνοσοφιστές
      γενική του γυμνοσοφιστή των γυμνοσοφιστών
    αιτιατική τον γυμνοσοφιστή τους γυμνοσοφιστές
     κλητική γυμνοσοφιστή γυμνοσοφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυμνοσοφιστής < ελληνιστική κοινή γυμνοσοφισταί. Μορφολογικά, γυμνός και σοφιστής

Ουσιαστικό

γυμνοσοφιστής αρσενικό

  1. ο αρχαίος σοφός βραχμάνος, από το όνομα που έδωσαν οι Έλληνες της ελληνιστικής περιόδου στους γυμνοσοφιστάς
  2. ο γιόγκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.