σουσάμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουσάμι τα σουσάμια
      γενική του σουσαμιού των σουσαμιών
    αιτιατική το σουσάμι τα σουσάμια
     κλητική σουσάμι σουσάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σπόροι σουσαμιού

Ετυμολογία

σουσάμι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σησάμιον < αρχαία ελληνική σήσαμον < αραμαϊκή שושמא (šūššmā) < שומשומא (šumššumā) < ακκαδική (šamaššammū) < (šaman: λάδι) + (šammu: δέντρο)[1]. Κατ' άλλη άποψη[2] από την (άμεσο δάνειο) τουρκική susam < αραβική سمسم (simsim), συγγενικής προέλευσης με την ελληνική σήσαμον

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈsa.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουσάμι
παρώνυμο: σουσούμι

Ουσιαστικό

σουσάμι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • σουσάμι, άνοιξε!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. σουσάμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.