σουσαμένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουσαμένιος η σουσαμένια το σουσαμένιο
      γενική του σουσαμένιου της σουσαμένιας του σουσαμένιου
    αιτιατική τον σουσαμένιο τη σουσαμένια το σουσαμένιο
     κλητική σουσαμένιε σουσαμένια σουσαμένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουσαμένιοι οι σουσαμένιες τα σουσαμένια
      γενική των σουσαμένιων των σουσαμένιων των σουσαμένιων
    αιτιατική τους σουσαμένιους τις σουσαμένιες τα σουσαμένια
     κλητική σουσαμένιοι σουσαμένιες σουσαμένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σουσαμένιος < σουσάμ(ι) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /su.saˈme.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουσαμένιος

Επίθετο

σουσαμένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.