παστέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παστέλι τα παστέλια
      γενική του παστελιού των παστελιών
    αιτιατική το παστέλι τα παστέλια
     κλητική παστέλι παστέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παστέλι < ιταλική pastello

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈste.li/

Ουσιαστικό

παστέλι ουδέτερο

ο Νίκος έφαγε με βουλιμία το παστέλι που του έφερε η γιαγιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.