σουσαμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σουσαμιά | οι | σουσαμιές |
| γενική | της | σουσαμιάς | των | σουσαμιών |
| αιτιατική | τη | σουσαμιά | τις | σουσαμιές |
| κλητική | σουσαμιά | σουσαμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ουσιαστικό
σουσαμιά θηλυκό
- (φυτό) μικρό μονοετές φυτό (λατινικό όνομα Sesamum indicum) με λευκά άνθη, που καλλιεργείται για τους σπόρους του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.