ταχίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταχίνι | τα | ταχίνια |
| γενική | του | ταχινιού | των | ταχινιών |
| αιτιατική | το | ταχίνι | τα | ταχίνια |
| κλητική | ταχίνι | ταχίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tahin < αραβική طحينة (ṭaḥīna)
Ουσιαστικό
ταχίνι ουδέτερο
Συνώνυμα
-
ταχίνι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.