ταχίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχίνι τα ταχίνια
      γενική του ταχινιού των ταχινιών
    αιτιατική το ταχίνι τα ταχίνια
     κλητική ταχίνι ταχίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tahin < αραβική طحينة (ṭaḥīna)

Ουσιαστικό

ταχίνι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.