σοκολάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σοκολάτα | οι | σοκολάτες |
| γενική | της | σοκολάτας | των | σοκολατών |
| αιτιατική | τη | σοκολάτα | τις | σοκολάτες |
| κλητική | σοκολάτα | σοκολάτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κομμάτια συμπαγούς σοκολάτας (2) με ξηρούς καρπούς
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.koˈla.ta/
Ουσιαστικό
σοκολάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) ζαχαροπλαστικό προϊόν που παρασκευάζεται από αλεσμένους σπόρους κακάο, οι οποίοι πρώτα έχουν καβουρντιστεί και αποφλοιωθεί
- (συνεκδοχικά) συμπαγές γλύκισμα που έχει βάση ή επίστρωση το παραπάνω προϊόν. Συχνά, περιέχει γάλα, ζάχαρη, ξηρούς καρπούς κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) γαρνιτούρα ή γέμιση από το παραπάνω προϊόν
- (συνεκδοχικά) ρόφημα που παρασκευάζεται με το παραπάνω προϊόν, διαλύοντάς το σε νερό με ζάχαρη ή γάλα, και που πίνεται ζεστό ή κρύο
- (οικείο) το χασίσι
Σύνθετα
-
σοκολάτα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σοκολάτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.