επίστρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίστρωση | οι | επιστρώσεις |
| γενική | της | επίστρωσης* | των | επιστρώσεων |
| αιτιατική | την | επίστρωση | τις | επιστρώσεις |
| κλητική | επίστρωση | επιστρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιστρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.