επίστρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίστρωση οι επιστρώσεις
      γενική της επίστρωσης* των επιστρώσεων
    αιτιατική την επίστρωση τις επιστρώσεις
     κλητική επίστρωση επιστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίστρωση < επιστρώνω + -ση

Ουσιαστικό

επίστρωση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.