σοκολατής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοκολατής οι σοκολατές
      γενική του σοκολατή των σοκολατών
    αιτιατική τον σοκολατή τους σοκολατές
     κλητική σοκολατή σοκολατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοκολατής < σοκολάτα + -ής

Επίθετο

σοκολατής (θηλυκό σοκολατιά)

  1. σοκολατένιος
  2. που έχει χρώμα σοκολάτας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.