σοκολατένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοκολατένιος η σοκολατένια το σοκολατένιο
      γενική του σοκολατένιου της σοκολατένιας του σοκολατένιου
    αιτιατική τον σοκολατένιο τη σοκολατένια το σοκολατένιο
     κλητική σοκολατένιε σοκολατένια σοκολατένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοκολατένιοι οι σοκολατένιες τα σοκολατένια
      γενική των σοκολατένιων των σοκολατένιων των σοκολατένιων
    αιτιατική τους σοκολατένιους τις σοκολατένιες τα σοκολατένια
     κλητική σοκολατένιοι σοκολατένιες σοκολατένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοκολατένιος < σοκολάτ(α) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /so.ko.laˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοκολατένιος

Επίθετο

σοκολατένιος, -α, -ο

  1. φτιαγμένος από σοκολάτα
    Ο νονός, μού αγόρασε λαμπάδα κι ένα σοκολατένιο αβγό για το Πάσχα!
  2. σοκολατής, που έχει το χρώμα της σοκολάτας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.