γαρνιτούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαρνιτούρα οι γαρνιτούρες
      γενική της γαρνιτούρας
    αιτιατική τη γαρνιτούρα τις γαρνιτούρες
     κλητική γαρνιτούρα γαρνιτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαρνιτούρα < γαλλική garniture

Ουσιαστικό

γαρνιτούρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.