σοκολατοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοκολατοποιία οι σοκολατοποιίες
      γενική της σοκολατοποιίας των σοκολατοποιιών
    αιτιατική τη σοκολατοποιία τις σοκολατοποιίες
     κλητική σοκολατοποιία σοκολατοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοκολατοποιία < σοκολάτα + -ποιία ( < ποιῶ

Ουσιαστικό

σοκολατοποιία ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.