σοκολατόχρους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | σοκολατόχρους | το | σοκολατόχρουν | ||
| γενική | του/της | σοκολατόχρου | του | σοκολατόχρου | ||
| αιτιατική | τον/τη | σοκολατόχρου | το | σοκολατόχρουν | ||
| κλητική | σοκολατόχρους* | σοκολατόχρουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | σοκολατόχροες | τα | σοκολατόχροα | ||
| γενική | των | σοκολατοχρόων | των | σοκολατοχρόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | σοκολατόχροες | τα | σοκολατόχροα | ||
| κλητική | σοκολατόχροες | σοκολατόχροα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοκολατόχρους < (καθαρεύουσα ή σε λόγιο ύφος) σοκολάτ(α) + -ό- + -χρους ( < αρχαία ελληνική χρώς: το χρώμα), κατά το αρχαιοελληνικό κυανόχρους • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
σοκολατόχρους, ους, -ουν
- (παρωχημένο) που έχει σοκολατένιο («σοκολατί»), καφέ ή σκούρο καφέ, χρώμα
- ※ Τήν στιγμήν ἐκείνην, μία ὡραία σοκολατόχρους ἰνδομιγής κόρη, […], διέσχισε τόν ἀμέσως πρό τοῦ ἀεροστάτου κενόν χῶρον
- Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου [1944] (Αθήνα: Ύψιλον/Βιβλία, ³1982), σ. 46.
- ※ Ἡ μεθαιμοσφαιρίνη εἶναι σοκολατόχρους καὶ ἀντιδρᾶ μετὰ τοῦ ἰόντος τοῧ κυανίου σχηματίζουσα κυανομεθαιμοσφαιρίνην.
- Στέφανος Π. Μανταγός, Η οξειδωτική μετουσίωσις της αιμοσφαιρίνης κατόπιν ενεργοποιήσεως της ρεδουκτάσης γλουταθείου υπό ριβοφλαβίνης, διδακτορική διατριβή (Αθήνα 1975), σ. 15.
- ※ Μετά, η άπνοια πάλι. | Ὥσπου διέρχεται θεία παιδίσκη | κι είναι γκοφρέ κι είναι σοκολατόχρους | κι όλο το βράδυ εσύ παιδεύεσαι | να σκίσεις το περιτύλιγμα.
- Γιάννης Βαρβέρης, «Εμπειρίκος, ο τιμωρός της ασφάλτου», ποιητική συλλογή: Αναπήρων Πολέμου (Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1982).
- ※ Σοκολατόχρους κύστη της ωοθήκης: Είναι μια ενδομητριοειδής κύστη, που προκαλείται από την ενδομητρίωση και σχηματίζεται όταν ένα μικρό κομμάτι ενδομητρικού ιστού, που είναι ο βλεννογόνος που αποτελεί την εσωτερική στιβάδα του τοιχώματος της μήτρας αιμορραγεί, μεταναστεύει και μεγαλώνει μέσα στις ωοθήκες.
- Σαββούλα Μάλλιου Κριαρά, «Κύστη ωοθηκών», emedi.gr (30 Δεκεμβρίου 2013)· πρόσβαση: 2021-12-11.
- ※ Τήν στιγμήν ἐκείνην, μία ὡραία σοκολατόχρους ἰνδομιγής κόρη, […], διέσχισε τόν ἀμέσως πρό τοῦ ἀεροστάτου κενόν χῶρον
Μεταφράσεις
σοκολατόχρους
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.