σκονοδιάβολος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκονοδιάβολος οι σκονοδιάβολοι
      γενική του σκονοδιαβόλου
& σκονοδιάβολου
των σκονοδιαβόλων
    αιτιατική τον σκονοδιάβολο τους σκονοδιαβόλους
     κλητική σκονοδιάβολε σκονοδιάβολοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκονοδιάβολος < σκόν(η) + -ο- + διάβολος (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dust devil

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.noˈðʝa.vo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκονοδιάβολος

Ουσιαστικό

Σκονοδιάβολος στην Αριζόνα των ΗΠΑ

σκονοδιάβολος αρσενικό

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις σκόνη και διάβολος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ανεμοστρόβιλος, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.