σκονοδιάβολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκονοδιάβολος | οι | σκονοδιάβολοι |
| γενική | του | σκονοδιαβόλου & σκονοδιάβολου |
των | σκονοδιαβόλων |
| αιτιατική | τον | σκονοδιάβολο | τους | σκονοδιαβόλους |
| κλητική | σκονοδιάβολε | σκονοδιάβολοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκονοδιάβολος < σκόν(η) + -ο- + διάβολος (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dust devil
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.noˈðʝa.vo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐νο‐διά‐βο‐λος
Ουσιαστικό
σκονοδιάβολος αρσενικό
Μεταφράσεις
σκονοδιάβολος
|
Αναφορές
- Ανεμοστρόβιλος, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
