ερημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερημικός η ερημική το ερημικό
      γενική του ερημικού της ερημικής του ερημικού
    αιτιατική τον ερημικό την ερημική το ερημικό
     κλητική ερημικέ ερημική ερημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερημικοί οι ερημικές τα ερημικά
      γενική των ερημικών των ερημικών των ερημικών
    αιτιατική τους ερημικούς τις ερημικές τα ερημικά
     κλητική ερημικοί ερημικές ερημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερημικός < ελληνιστική κοινή ἐρημικός

Επίθετο

ερημικός

  1. που βρίσκεται σε ερημιά ή χαρακτηρίζεται απ' αυτή
  2. που βρίσκεται σε έρημο, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.