vertigo

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

vertigo (en)

  • ίλιγγος που προκαλείται όταν κάποιος κοιτάζει προς τα κάτω από μεγάλο ύψος από βλάβη στο λαβύρινθο



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vertigo < λατινική vertigo

Ουσιαστικό

vertigo (fr) αρσενικό

  1. ασθένεια των αλόγων, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα που προκαλεί άτακτες κινήσεις, στροβιλισμούς
  2. (μεταφορικά) και (παρωχημένο) αναποδιά, τρέλα, καπρίτσιο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.