σκολιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκολιός | η | σκολιά | το | σκολιό |
| γενική | του | σκολιού | της | σκολιάς | του | σκολιού |
| αιτιατική | τον | σκολιό | τη | σκολιά | το | σκολιό |
| κλητική | σκολιέ | σκολιά | σκολιό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκολιοί | οι | σκολιές | τα | σκολιά |
| γενική | των | σκολιών | των | σκολιών | των | σκολιών |
| αιτιατική | τους | σκολιούς | τις | σκολιές | τα | σκολιά |
| κλητική | σκολιοί | σκολιές | σκολιά | |||
| Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκολιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκολιός
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.liˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐λι‐ός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σκολιός
|
→ δείτε τη λέξη στρεβλός |
Πηγές
- σκολιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σκολιός | ἡ | σκολιᾱ́ | τὸ | σκολιόν |
| γενική | τοῦ | σκολιοῦ | τῆς | σκολιᾶς | τοῦ | σκολιοῦ |
| δοτική | τῷ | σκολιῷ | τῇ | σκολιᾷ | τῷ | σκολιῷ |
| αιτιατική | τὸν | σκολιόν | τὴν | σκολιᾱ́ν | τὸ | σκολιόν |
| κλητική ὦ! | σκολιέ | σκολιᾱ́ | σκολιόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σκολιοί | αἱ | σκολιαί | τὰ | σκολιᾰ́ |
| γενική | τῶν | σκολιῶν | τῶν | σκολιῶν | τῶν | σκολιῶν |
| δοτική | τοῖς | σκολιοῖς | ταῖς | σκολιαῖς | τοῖς | σκολιοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σκολιούς | τὰς | σκολιᾱ́ς | τὰ | σκολιᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σκολιοί | σκολιαί | σκολιᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκολιώ | τὼ | σκολιᾱ́ | τὼ | σκολιώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σκολιοῖν | τοῖν | σκολιαῖν | τοῖν | σκολιοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκολιός, ήδη ομηρικό < θέμα σκολ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel- (όπως και στο σκέλος, σκώληξ)[1]
Επίθετο
σκολιός, -ά, -όν
- κεκαμμένος, που έχει καμφθεί, κυρτός, σκυφτός], λυγισμένος
- ↪ δουλείη κεφαλή, σκολιή
- στραβός, λοξός, με πολλές καμπές, κυματιστός σαν σχήμα
- ↪ ἀτραπός σκολιά
- ※ [και στην καθαρεύσουα] […] ετύχαινε να παραπονούμαι διά τον παχύν βόρβορον, τον κατακλύζοντα τας στενάς και σκολιάς οδούς της μεγαλοπόλεως εκείνης […] (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
- διαστρεβλωμένος, άδικος, πλανερός, δόλιος
- αινιγματώδης, ασαφής, δυσνοήτος
- ↪ λαβύρινθος σκολιός
- διεστραμμένος
- → χρειάζεται παράθεμα Θέογνις. Έλεγ. 1 .1 1 4 7 :
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
σκολι-
σκολι-
- εὐθυσκόλιος
- ἰθυσκόλιος
- κατεσκολιωμένως
- σκολιαίνομαι
- σκολιάζω
- σκολιόβουλος
- σκολιοδρόμος
- σκολιόδειρος
- σκολιόφρων
- σκολιόγραπτος
- σκολιόκαυλος
- σκόλιον
- σκολιόν (ουδέτερο)
- σκολιοῦμαι, σκολιόομαι
- σκολιοπλανής
- σκολιοπλόκαμος
- σκολιοπόρος
- σκολιόθριξ
- σκολιότης
- σκολιόχειλος
- σκολιώδης
- σκολίωμα
- σκολιωπός
- σκολιῶς
- σκολίωσις
- ὑποσκόλιος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σκολιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκολιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.