σκολιά

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σκολιά < επίθετο σκολιός

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σκολιά

  1. ουδέτερο του σκολιός, το σκολιόν στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού
  2. θηλυκό του σκολιός, η σκολιά στην ονομαστική και κλητική ενικού, καθώς και στον δυϊκό αριθμός

 δείτε τη λέξη σκολιός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.