σκολίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκολίωση οι σκολιώσεις
      γενική της σκολίωσης* των σκολιώσεων
    αιτιατική τη σκολίωση τις σκολιώσεις
     κλητική σκολίωση σκολιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκολιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκολίωση < σκολιός

Ουσιαστικό

σκολίωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.