σκολιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκολιότητα οι σκολιότητες
      γενική της σκολιότητας των σκολιοτήτων
    αιτιατική τη σκολιότητα τις σκολιότητες
     κλητική σκολιότητα σκολιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκολιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκολιότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκολιότητα»

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.liˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκολιότητα

Ουσιαστικό

σκολιότητα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σκολιός

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σκολιότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.