πρόσμειξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσμειξη οι προσμείξεις
      γενική της πρόσμειξης* των προσμείξεων
    αιτιατική την πρόσμειξη τις προσμείξεις
     κλητική πρόσμειξη προσμείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσμείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσμειξη < αρχαία ελληνική πρόσμειξις < προσμείγνυμι ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική admixture)

Ουσιαστικό

πρόσμειξη θηλυκό

  1. η προσθήκη μιας ουσίας σε άλλη και η ανάμειξή τους
  2. οι ξένες ουσίες που περιέχονται σ’ ένα μετάλλευμα ή ορυκτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.