σεβντάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεβντάς οι σεβντάδες
      γενική του σεβντά των σεβντάδων
    αιτιατική τον σεβντά τους σεβντάδες
     κλητική σεβντά σεβντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεβντάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sevda < αραβική سوداء (sawdāʾ: μαυρίλα, μελαγχολία), θηλυκό του أسود (’áswad, μαύρος) < ρίζα س و د (s-w-d)

Ουσιαστικό

σεβντάς αρσενικό

  1. ερωτικό πάθος (συνήθως ανικανοποίητο)
  2. διακαής πόθος, από καρδιάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.