σεβνταλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σεβνταλίζομαι < σεβνταλ(ής) + -ίζομαι

Ρήμα

σεβνταλίζομαι (αποθετικό)

  • (παρωχημένο) (σπάνιο) με πιάνει σεβντάς
    Τώρα το βράδυ βράδυ, το κοντοδειλινό, / είδα έναν ασίκη σαν τον αυγερινό. // Μάνα μ’, όταν τον είδα, σεβνταλίστηκα, / στην κάμαρά μου μπήκα και μέσα κλείστηκα. (Από δημοτικό τραγούδι)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.