καρασεβντάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρασεβντάς οι καρασεβντάδες
      γενική του καρασεβντά των καρασεβντάδων
    αιτιατική τον καρασεβντά τους καρασεβντάδες
     κλητική καρασεβντά καρασεβντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρασεβντάς < καρα- + σεβντάς

Ουσιαστικό

καρασεβντάς αρσενικό

  1. μεγάλος σεβντάς
  2. μεγάλο ερωτικό πάθος (συνήθως ανικανοποίητο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.