σεβνταλού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεβνταλού οι σεβνταλούδες
      γενική της σεβνταλούς των σεβνταλούδων
    αιτιατική τη σεβνταλού τις σεβνταλούδες
     κλητική σεβνταλού σεβνταλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεβνταλού < σεβνταλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /sev.daˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεβνταλού

Ουσιαστικό

σεβνταλού θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σεβνταλής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.