μελαγχολία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μελαγχολία | οι | μελαγχολίες |
| γενική | της | μελαγχολίας | των | μελαγχολιών |
| αιτιατική | τη | μελαγχολία | τις | μελαγχολίες |
| κλητική | μελαγχολία | μελαγχολίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελαγχολία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελαγχολία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.laŋ.xoˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λαγ‐χο‐λί‐α
Ουσιαστικό
μελαγχολία θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχιατρική) η κατάσταση αυτού που μελαγχολεί, που θλίβεται και απαισιοδοξεί, ενδεχομένως και αδικαιολόγητα
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μελαγχολία < μελάγχολ(ος) + -ία < μέλας, μελαν- + χολή
Ουσιαστικό
μελαγχολία θηλυκό
- (ιατρική) μελαγχολία
- ※ «τοῖσι δὲ χολώδεσι τοῦτο πολεμιώτατον γίνεται. λίην γὰρ ἀναξηραίνονται καὶ ὀφθαλμίαι αὐτοῖσιν ἐπιγίνονται ξηραί, καὶ πυρετοὶ ὀξέες καὶ πολυχρόνιοι, ἐνίοισι δὲ καὶ μελαγχολίαι. τῆς γὰρ χολῆς τὸ μὲν ὑγρότατον καὶ ὑδαρέστατον ἀναξηραίνεται καὶ ἀναλίσκεται, τὸ δὲ παχύτατον καὶ δριμύτατον λείπεται καὶ τοῦ αἵματος κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον» (Ιπποκάρητς, Περὶ αέρων, υδάτων, τόπων)
Πηγές
- μελαγχολία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.