σεβνταλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεβνταλής οι σεβνταλήδες
      γενική του σεβνταλή των σεβνταλήδων
    αιτιατική τον σεβνταλή τους σεβνταλήδες
     κλητική σεβνταλή σεβνταλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεβνταλής < τουρκική sevdalı < sevda (σεβντάς) + -lı (-λής)

Ουσιαστικό

σεβνταλής αρσενικό (θηλυκό: σεβνταλού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.