σαγμάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σαγμάριον | τὰ | σαγμάριᾰ |
| γενική | τοῦ | σαγμαρίου | τῶν | σαγμαρίων |
| δοτική | τῷ | σαγμαρίῳ | τοῖς | σαγμαρίοις |
| αιτιατική | τὸ | σαγμάριον | τὰ | σαγμάριᾰ |
| κλητική ὦ! | σαγμάριον | σαγμάριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαγμαρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σαγμαρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαγμάριον < υποκοριστικό της αρχαία ελληνική σάγμα < σάττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.