ἀστράβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἀστρᾰβα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἀστράβη | αἱ | ἀστράβαι | |
| γενική | τῆς | ἀστράβης | τῶν | ἀστραβῶν | |
| δοτική | τῇ | ἀστράβῃ | ταῖς | ἀστράβαις | |
| αιτιατική | τὴν | ἀστράβην | τὰς | ἀστράβᾱς | |
| κλητική ὦ! | ἀστράβη | ἀστράβαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀστράβᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀστράβαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- ἀστράβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀστράβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.