σαμαροσκούτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμαροσκούτι τα σαμαροσκούτια
      γενική του σαμαροσκουτιού των σαμαροσκουτιών
    αιτιατική το σαμαροσκούτι τα σαμαροσκούτια
     κλητική σαμαροσκούτι σαμαροσκούτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαμαροσκούτι < σαμάρι + -ο- + σκουτί

Ουσιαστικό

σαμαροσκούτι ουδέτερο

  1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα ή με το οποίο επενδύεται εσωτερικά το σαμάρι
  2. (παρωχημένο) ύφασμα με το οποίο κατασκευάζονταν πανωφόρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.