σαμαροσκούτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαμαροσκούτι | τα | σαμαροσκούτια |
| γενική | του | σαμαροσκουτιού | των | σαμαροσκουτιών |
| αιτιατική | το | σαμαροσκούτι | τα | σαμαροσκούτια |
| κλητική | σαμαροσκούτι | σαμαροσκούτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαμαροσκούτι ουδέτερο
Μεταφράσεις
σαμαροσκούτι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.