bat

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
bat bats

Προφορά

ΔΦΑ : /bæt/
 
 
ομόηχα: batt, but, butt

Ουσιαστικό

bat (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) η νυχτερίδα
     συνώνυμα: chiropter, chiropteran, flindermouse, flittermouse, fluttermouse, flying-mouse, rearmouse, reremouse
  2. (αθλητισμός) το αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούμε για να χτυπήσουμε μια μπάλα
    1. το μπαστούνι του κρίκετ
    2. το ρόπαλο του μπέιζμπολ
    3. η ρακέτα του πινγκ πονγκ
  3. (μειωτικό) η ηλικιωμένη γυναίκα
  4. (ανεπίσημο) ο ρυθμός κίνησης, η ταχύτητα
  5. (ΗΠΑ, αργκό, παρωχημένο) η γιορτή

Παράγωγα

  • Batman (χαρακτήρας κόμικς)

Βασκικά (eu)

Αριθμητικό

bat (eu)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.