bat
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| bat | bats |
Ουσιαστικό
bat (en)
- (θηλαστικό ζώο) η νυχτερίδα
- ≈ συνώνυμα: chiropter, chiropteran, flindermouse, flittermouse, fluttermouse, flying-mouse, rearmouse, reremouse
- (αθλητισμός) το αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούμε για να χτυπήσουμε μια μπάλα
- (μειωτικό) η ηλικιωμένη γυναίκα
- (ανεπίσημο) ο ρυθμός κίνησης, η ταχύτητα
- (ΗΠΑ, αργκό, παρωχημένο) η γιορτή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.