σακουλίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακουλίσιος η σακουλίσια το σακουλίσιο
      γενική του σακουλίσιου της σακουλίσιας του σακουλίσιου
    αιτιατική τον σακουλίσιο τη σακουλίσια το σακουλίσιο
     κλητική σακουλίσιε σακουλίσια σακουλίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακουλίσιοι οι σακουλίσιες τα σακουλίσια
      γενική των σακουλίσιων των σακουλίσιων των σακουλίσιων
    αιτιατική τους σακουλίσιους τις σακουλίσιες τα σακουλίσια
     κλητική σακουλίσιοι σακουλίσιες σακουλίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σακουλίσιος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.kuˈli.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σακουλίσιος

Επίθετο

σακουλίσιος, -ια, -ιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.