σιφόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιφόνι τα σιφόνια
      γενική του σιφονιού των σιφονιών
    αιτιατική το σιφόνι τα σιφόνια
     κλητική σιφόνι σιφόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιφόνι < λόγιο ενδογενές δάνειο: (αντιδάνειο) γαλλική siphon < αρχαία ελληνική σίφων + [1] Συγκρίνετε με το σίφουνας & σίφωνας
Μεταλλικό σιφόνι.

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈfo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιφόνι

Ουσιαστικό

σιφόνι ουδέτερο

  • γενική ονομασία για σωλήνα που έχει στριφτεί και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ροής υγρών
     και δείτε τη λέξη σίφωνας (λογιότερο)
    1. (οικοδομική, υδραυλική') ο σωλήνας που βρίσκεται κάτω από τον νιπτήρα και χρησιμεύει παράλληλα και για την αποφυγή της δυσοσμίας του αποχετευτικού συστήματος
    2. (οικοδομική, υδραυλικά') το υδραυλικό σύστημα που βρίσκεται στο πάτωμα, στο οποίο καταλήγουν τα νερά και χρησιμεύει παράλληλα για την αποφυγή της δυσοσμίας του αποχετευτικού συστήματος

  • σιφώνι (ετυμολογική γραφή)

Συγγενικά

  • σιφονάκι

 δείτε και τις λέξεις σίφουνας και σίφωνας

Δε σχετίζονται ετυμολογικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.