σιφόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιφόνι | τα | σιφόνια |
| γενική | του | σιφονιού | των | σιφονιών |
| αιτιατική | το | σιφόνι | τα | σιφόνια |
| κλητική | σιφόνι | σιφόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιφόνι < λόγιο ενδογενές δάνειο: (αντιδάνειο) γαλλική siphon < αρχαία ελληνική σίφων + -ι [1] Συγκρίνετε με το σίφουνας & σίφωνας

Μεταλλικό σιφόνι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈfo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐φό‐νι
Ουσιαστικό
σιφόνι ουδέτερο
- γενική ονομασία για σωλήνα που έχει στριφτεί και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ροής υγρών
- → και δείτε τη λέξη σίφωνας (λογιότερο)
- (οικοδομική, υδραυλική') ο σωλήνας που βρίσκεται κάτω από τον νιπτήρα και χρησιμεύει παράλληλα και για την αποφυγή της δυσοσμίας του αποχετευτικού συστήματος
- (οικοδομική, υδραυλικά') το υδραυλικό σύστημα που βρίσκεται στο πάτωμα, στο οποίο καταλήγουν τα νερά και χρησιμεύει παράλληλα για την αποφυγή της δυσοσμίας του αποχετευτικού συστήματος
- σιφώνι (ετυμολογική γραφή)
- σιφόν (άκλιτο)
Μεταφράσεις
υδραυλική
Αναφορές
- σιφόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.