συσταλτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συσταλτός | η | συσταλτή | το | συσταλτό |
| γενική | του | συσταλτού | της | συσταλτής | του | συσταλτού |
| αιτιατική | τον | συσταλτό | τη | συσταλτή | το | συσταλτό |
| κλητική | συσταλτέ | συσταλτή | συσταλτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συσταλτοί | οι | συσταλτές | τα | συσταλτά |
| γενική | των | συσταλτών | των | συσταλτών | των | συσταλτών |
| αιτιατική | τους | συσταλτούς | τις | συσταλτές | τα | συσταλτά |
| κλητική | συσταλτοί | συσταλτές | συσταλτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συσταλτός < (συστέλλω, συσταλ- + -τός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contractile [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.stalˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σταλ‐τός
Επίθετο
συσταλτός, -ή, -ό
- που έχει την ιδιότητα να συστέλλεται, που μπορεί να μειώνει τις διαστάσεις του
Μεταφράσεις
συσταλτός
Αναφορές
- συσταλτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.