ταχυθερμοσίφωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταχυθερμοσίφωνας | οι | ταχυθερμοσίφωνες |
| γενική | του | ταχυθερμοσίφωνα | των | ταχυθερμοσιφώνων |
| αιτιατική | τον | ταχυθερμοσίφωνα | τους | ταχυθερμοσίφωνες |
| κλητική | ταχυθερμοσίφωνα | ταχυθερμοσίφωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχυθερμοσίφωνας < ταχυ- + θερμοσίφωνας
Πηγές
- ταχυθερμοσίφωνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
ταχυθερμοσίφωνας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.