ταχυθερμοσίφωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυθερμοσίφωνας οι ταχυθερμοσίφωνες
      γενική του ταχυθερμοσίφωνα των ταχυθερμοσιφώνων
    αιτιατική τον ταχυθερμοσίφωνα τους ταχυθερμοσίφωνες
     κλητική ταχυθερμοσίφωνα ταχυθερμοσίφωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχυθερμοσίφωνας < ταχυ- + θερμοσίφωνας

Ουσιαστικό

ταχυθερμοσίφωνας αρσενικό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.