σέλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέλας τα σέλατα
& σέλαα
      γενική του σέλατος
& σέλαος
των σελάτων
    αιτιατική το σέλας τα σέλατα
     κλητική σέλας σέλατα
Οι τύποι του πληθυντικού είναι σπάνιοι
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

σέλας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σέλας, και κατά ορισμένα λεξικά,[1] σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aurore polaire  δείτε borealis

Ουσιαστικό

σέλας ουδέτερο

  1. έντονη φεγγοβολή
  2. (αστρονομία) εντυπωσιακό μετεωρολογικό φαινόμενο που παρατηρείται στον ουρανό των πολικών περιοχών, που οφείλεται σε βομβαρδισμό των υψηλών ατμοσφαιρικών στρωμάτων από ηλεκτρόνια που προέρχονται από ρεύματα φορτισμένων σωματίων από τον ήλιο
      Ένα σπάνιο και συνάμα φαντασμαγορικό θέαμα από το βόρειο σέλας είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν οι Βρετανοί σε πολλά σημεία της χώρας, από τα βόρεια της Σκωτίας μέχρι τα νότια, όπως το Έσσεξ. (*)
      Η ασυνήθιστη εμφάνιση του σέλαος στη Βρετανία προκλήθηκε από μια «εκτίναξη στεμματικού υλικού», ουσιαστικά μια έκρηξη στην επιφάνεια του Ήλιου που εκτοξεύει στο Διάστημα δισεκατομμύρια τόνους σωματιδίων —ηλεκτρόνια, πρωτόνια και άλλα ιόντα. (*)
      «Οι απανταχού αστρονόμοι του καναπέ μπορούν τώρα να ανακαλύπτουν το θαύμα του βόρειου σέλατος ζωντανά στον υπολογιστή του σπιτιού σας», δήλωσε ο πρόεδρος της διαστημικής υπηρεσίας. (*)
      Τα πολύ ισχυρά σέλαα παράγουν ενέργεια της τάξης του ενός τρισεκατομμυρίου Watts. (*)
      Εκπληκτικής ομορφιάς πολικά σέλατα ήταν το αποτέλεσμα της καταιγίδας ακτινοβολίας που προκάλεσε η στεμματική εκτόξευση μάζας, όταν ένα μικρό μέρος των σωματιδίων διαπέρασε το μαγνητικό πεδίο της Γης και βομβάρδισε την ατμόσφαιρα. (*)
      Άλλωστε ο ήλιος πλησιάζει στο αποκορύφωμα του εντεκαετούς κύκλου του και η έντονη ηλιακή δραστηριότητα ίσως να έχει πολύ ορατές επιπτώσεις, όχι μόνο με τη μορφή ιδιαίτερα έντονων σελάτων, ακόμα και πολύ κάτω του αρκτικού κύκλου, αλλά και με προσωρινές διακοπές των τηλεπικοινωνιών, ίσως και της ηλεκτροδότησης. (*)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

σέλας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σέλας θηλυκό

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σέλᾰς τὰ σέλᾰ
& σέλ
      γενική τοῦ σέλᾰος
& σέλατος
τῶν σελάων
& σελῶν
      δοτική τῷ σέλᾰῐ̈
& σέλ
τοῖς σέλᾰσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸ σέλᾰς τὰ σέλᾰ
& σέλ
     κλητική ! σέλᾰς σέλᾰ
& σέλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σέλᾰε & σέλ
γεν-δοτ τοῖν  σελάοιν & σελῷν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σέλας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swelō (λάμψη) (συγγενές της λέξης σελήνη)

Ουσιαστικό

σέλας ουδέτερο

  1. φως
  2. λαμπρότητα
  3. λάμψη
  4. αστραπή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.