πολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολικός η πολική το πολικό
      γενική του πολικού της πολικής του πολικού
    αιτιατική τον πολικό την πολική το πολικό
     κλητική πολικέ πολική πολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολικοί οι πολικές τα πολικά
      γενική των πολικών των πολικών των πολικών
    αιτιατική τους πολικούς τις πολικές τα πολικά
     κλητική πολικοί πολικές πολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολικός < πόλος

Επίθετο

πολικός -ή -ό

  • που αναφέρεται στους πόλους της γης ή στο κλίμα που επικρατεί εκεί
πολικές περιοχές, πολικό κρύο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.