σελασφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σελασφόρος η σελασφόρα το σελασφόρο
      γενική του σελασφόρου της σελασφόρας του σελασφόρου
    αιτιατική τον σελασφόρο τη σελασφόρα το σελασφόρο
     κλητική σελασφόρε σελασφόρα σελασφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σελασφόροι οι σελασφόρες τα σελασφόρα
      γενική των σελασφόρων των σελασφόρων των σελασφόρων
    αιτιατική τους σελασφόρους τις σελασφόρες τα σελασφόρα
     κλητική σελασφόροι σελασφόρες σελασφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σελασφόρος < αρχαία ελληνική σελασφόρος < σέλας + -φόρος (<φέρω)

Επίθετο

σελασφόρος, -α / -ος, -ο

  1. (λόγιο) που ακτινοβολεί
     συνώνυμα: ακτινοβόλος, φεγγοβόλος
  2. (πτηνό) γένος πτηνών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.