φεγγοβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φεγγοβολή οι φεγγοβολές
      γενική της φεγγοβολής των φεγγοβολών
    αιτιατική τη φεγγοβολή τις φεγγοβολές
     κλητική φεγγοβολή φεγγοβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

φεγγοβολή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.