ρουλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουλέτα οι ρουλέτες
      γενική της ρουλέτας των ρουλετών
    αιτιατική τη ρουλέτα τις ρουλέτες
     κλητική ρουλέτα ρουλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τροχός ρουλέτας.
Ταμπλό ρουλέτας.

Ετυμολογία

ρουλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική roulette + κατάληξη θηλυκού < rouler +‎ -ette (-έτα) < γαλλική ruele, roele (μικρός τροχός) < μεσαιωνική λατινική rotulo < λατινική rotula < rota < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Hret- (κυλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾuˈle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρουλέτα

Ουσιαστικό

ρουλέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.