ποντάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ποντάρω < ιταλική pontare / puntare < punto < λατινική punctus < pungo

Ρήμα

ποντάρω

  1. στοιχηματίζω
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) βασίζομαι, στηρίζομαι, υπολογίζω
  3. δημιουργώ σημάδια με τη χρήση πόντας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.