ποντάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ποντάρω
- στοιχηματίζω
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) βασίζομαι, στηρίζομαι, υπολογίζω
- δημιουργώ σημάδια με τη χρήση πόντας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.