ρουλεμάν

Νέα ελληνικά (el)

μέρη από τα οποία αποτελείται ένα ρουλεμάν (1) με μπίλιες

Ετυμολογία

ρουλεμάν < γαλλική roulement[1]

Ουσιαστικό

ρουλεμάν ουδέτερο άκλιτο

  • εξάρτημα των μηχανών για τη στήριξη περιστρεφόμενου άξονα ενός αντικειμένου (π.χ. στηρίζει τον άξονα ενός τροχού) και την ελάττωση της τριβής, το οποίο αποτελείται από δύο ομόκεντρους μεταλλικούς δακτύλιους με κυλιόμενες σφαίρες ή κυλίνδρους στο ενδιάμεσό τους διάστημα
      Στη Σπάρτη είχα φτιάξει ένα πατίνι με παλιά ρουλεμάν αυτοκινήτου. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.