-έτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -έτα | οι | -έτες |
| γενική | της | -έτας | των | -ετών |
| αιτιατική | τη(ν) | -έτα | τις | -έτες |
| κλητική | -έτα | -έτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -έτα < -έττα με απλοποίηση του διπλού < ττ > υποκοριστική κατάληξη θηλυκών < άμεσο δάνειο από την ιταλική -etta ή από τη γαλλική ett(e) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -έ‐τα
Επίθημα
-έτα
Συγγενικά
- -έτο (ουδέτερο)
- -έτος (αρσενικό)
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έτα στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --έτα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.