ροδάκινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδάκινο τα ροδάκινα
      γενική του ροδάκινου των ροδάκινων
    αιτιατική το ροδάκινο τα ροδάκινα
     κλητική ροδάκινο ροδάκινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ροδάκινο

Ετυμολογία

ροδάκινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥοδάκινον / ῥωδάκινον < ελληνιστική κοινή δοράκινον / δωράκινον[1] < λατινική duracinum < duracinus[2] < durus + acinus

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈða.ci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροδάκινο

Ουσιαστικό

ροδάκινο ουδέτερο

  • (φρούτο) ο καρπός της ροδακινιάς. Έχει σφαιρικό σχήμα, χνουδωτή φλούδα με κιτρινοκόκκινο χρώμα και χυμώδη αρωματική σάρκα με υπόξινη γεύση

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Νίκος Σαραντάκος, Το φρούτο από την Περσία
  2. Μπορεί να προέρχεται και από τα λατινικά Dyrrhachium < αρχαία ελληνική Δυῤῥάχιον (αντιδάνειο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.