βερίκοκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βερίκοκο τα βερίκοκα
      γενική του βερίκοκου των βερίκοκων
    αιτιατική το βερίκοκο τα βερίκοκα
     κλητική βερίκοκο βερίκοκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βερίκοκα

Ετυμολογία

βερίκοκο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βερίκοκον[1] / βερίκοκκον / βερικόκιον / βερίκουκον < ελληνιστική κοινή βερίκοκκον[2] / βερικόκκιον[3] < πραικόκκιον[3] < λατινική praecox[3] [4] [5] (persicum = πρώιμο περσικό/ροδάκινο) < prae- + coquo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /veˈɾi.ko.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερίκοκο

Ουσιαστικό

βερίκοκο ουδέτερο

Εκφράσεις

  • τι εστί βερίκοκο!

Συγγενικά

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βερίκοκο -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. βερίκοκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  4. βερίκοκκον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  5. Τι εστί βερίκοκο τελικά; sarantakos.wordpress.com
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.